θαλλοφόρος

θαλλοφόρος
-ο (Α θαλλοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι
αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + -φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, τροπαιο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς. 2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”