- θαλλοφόρος
- -ο (Α θαλλοφόρος, -ον)αυτός που κρατά στο χέρι θαλλόαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροιαυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + -φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, τροπαιο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.